- υστερόμετρο
- το(ιατρ.), εργαλείο με το οποίο καθετηριάζεται η μήτρα (η υστέρα) για καταμέτρηση της κοιλότητάς της, η μητρομήλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστερόμετρο — το, Ν ιατρ. βαθμονομημένος καθετήρας για τη μέτρηση τού μήκους τής κοιλότητας τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysterometre < υστέρα «μήτρα» + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑστερόμετρον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
υστερομετρώ — έω, Ν [υστερόμετρο] καθετηριάζω με υστερόμετρο την μήτρα … Dictionary of Greek
υστερομέτρηση — η, Ν [υστερομετρώ] η μέτρηση τού μήκους της μήτρας με υστερόμετρο … Dictionary of Greek
υστερομέτρηση — η (ιατρ.), καθετηρίαση της μήτρας με υστερόμετρο (βλ. λ.) για καταμέτρηση της κοιλότητάς της, η υστερομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υστερομετρώ — υστερομέτρησα, υστερομετρήθηκα, υστερομετρημένος (ιατρ.), καθετηριάζω τη μήτρα με υστερόμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)